-
1 καλοκαίρι
-
2 καλοκαίρι
[кялокэри] ουσ. о. лето.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καλοκαίρι
-
3 καλοκαίρι
[кялокэри] ουσ ο лето. -
4 καλοκαίρι
летоГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > καλοκαίρι
-
5 καλοκαίρι
1) estival2) été -
6 καλοκαίρι
1) lato (n) rzecz.2) letni (m) rzecz. -
7 καλοκαίρι
1) letní2) léto -
8 καλοκαίρι
summerΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > καλοκαίρι
-
9 αυτό το καλοκαίρι
летовоГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > αυτό το καλοκαίρι
-
10 yaz
καλοκαίρι, το θέρος -
11 léto
καλοκαίρι -
12 lato
καλοκαίρι -
13 летом
летом το καλοκαίρι· прошлым \летом το περασμένο καλοκαίρι* * *το καλοκαίριпро́шлым ле́том — το περασμένο καλοκαίρι
-
14 лето
-
15 дожить
дож||и́тьсов см. доживать· больная не -ивет до лета ἡ ἀρρωστη δέν θά ζήσει ὡς τό καλοκαίρι, δέν θά βγάλει τό καλοκαίρι· ◊ до чего он дожил! ποῦ Εφτασε!, ποῦ κατάντησε! -
16 по-летнему
по-летнемунареч καλοκαιρινά, ὀπως τό καλοκαίρι:одеться \по-летнему ντύνομαι καλοκαιρινά· солнце греет \по-летнему ὁ ήλιος ζεσταίνει ὅπως τό καλοκαίρι. -
17 περνώ
περνάω (αόρ. (ε)πέρασα) 1. μετ.1) переправлять, перебрасывать;περνώ στην απέναντι όχθη — переправить на другой берег;
2) проводить, прогонять (через какое-л. место);περν τα πρόβατα από το αμπέλι — прогонять отару овец через виноградник;
3) передавать, перекидывать, перебрасывать (мяч и т. п.);4) вдевать, продевать (через отверстие);περνώ την κλωστή στο βελόνι — продевать нитку в иголку;
5) пронзать, протыкать, прокалывать (ножом и т. п.); пробивать, продырявливать (пулей и т. п.);6) пропитывать, промачивать;τον μουσαμά δεν τον περνάει το νερό — плащ не пропускает воду, плащ водонепроницаем;
7) надевать (на кого-л.); накидывать (одежду);περνώ τα παπούτσια — надевать обувь;
8) превосходить; опережать, перегонять;τον περνάει στο τρέξιμο — он бежит быстрее него;
9) переводить (на кого-л. — имущество); записывать на чьё-л. имя;τής πέρασε όλη την περιουσία του он записал на неё всё своё состояние; 10) записывать (на чеи-л. счёт), засчитывать (кому-л.); 11) проводить, проталкивать (закон, решение и т. п.); τον νόμο τον περάσανε στη βουλή закон провели через парламент; 12) обрабатывать (чём-л.);περν' κάτι με κερί — обработать что-л, воском;
13) переносить (тж. болезнь); переживать, испытывать;πέρασα γρίππη я перенёс грипп;περνώ δύσκολα χρόνια — пережить тяжёлые времена;
14) проводить (время и т. п.); проходить службу (где-л.);περάσαμε το καλοκαίρι στη θάλασσα лето мы провели у моря; πέρασα την θητεία μου στο ναυτικό я прошёл службу во флоте;§ περν κάποιον γιά... — считать кого-л. кем-л., принимать кого-л. за...;
γιά ποιόν με περνας; — за кого ты меня принимаешь?;
2. αμετ.1) переходить, переправляться; περάσαμε απέναντι мы перешли на другую сторону;περνώ στην απέναντι όχθη — переправиться на тот берег;
2) передаваться, переходить (о болезни, власти и т. п.);η μπάλλα πέρασε στον αντίπαλο мяч перешёл к противнику; τό σπίτι πέρασε στη νύφη του дом перешёл к его снохе; η εξουσία πέρασε στον λαό власть перешла к народу; 3) проходить мимо, миновать; τό σύννεφο πέρασε туча прошла; 4) проникать (куда-л.); проходить (через отверстие);νερό δεν περνάει εκεί — вода туда не проникает;
η κλωστή δεν περνάει από την βελονότρυπα — нитка не проходит через отверстие иглы;
5) проходить, кончаться; течь, протекать; истекать (о времени, сроке);μου πέρασε ο πονοκέφαλος головная боль у меня прошла; περάσανε εφτά χρόνια από τότε с тех пор прошло семь лет; πέρασε το καλοκαίρι лето (уже) прошло; πέρασε η προθεσμία срок истёк; πέρασε η μόδα мода прошла; 6) проходить, быть принятым, одобренным (о законе и т. п.); 7) иметь хождение, быть действительным (о деньгах и т. п.); 8) бывать (где-л.), регулярно приходить; часто навещать;πότε περνάει ο ταχυδρόμος; — когда бывает почтальон?;
§ περάστε παρακαλώ войдите, пожалуйста; милости просим;περνάει ο λόγος του (μου) — его (моё) слово имеет вес, его (меня) слушают, с ним (со мной) считаются;
περνώ γιά... — считать себя..., воображать себя...;
περνάει γιά σπουδαίος — он из себя строит важную персону;
δεν θα σού περάσει не выйдет по-твоему;πώς (τα) περνάς (περνατε); — как поживаешь (поживаете)?;
μου πέρασε από το νου пришло в голову, я подумал;περνώ τα γυαλιά σε κάποιον — околпачить кого-л.;
καλά περάσαμε а) мы хорошо провели время; б) мы хорошо прожили -
18 настать
-
19 ночь
-
20 время
врем||яс1. ὁ χρόνος, ὁ καιρός:с течением \времяени μέ τόν καιρό, σύν τῶ χρόνω· в любое \время ὁποτεδήποτε, ὁποιαδήποτε ῶρα (или στιγμή)· некоторое \время тому́ назад πρίν ἀπό λίγο, πρίν λίγο καιρό· У меня нет \времяени зайти́ к вам δέν εὐ-καιρῶ νά σᾶς ἐπισκεφθώ·2. (час, срок) ἡ ῶρα:сколько (сеи́час) \времяени? τί ῶρα εἶναι·,· отложить на неопределенное \время ἀναβάλλω ἐπ· ἀόριστον в короткое \время σέ σύντομο διάστημα, σέ σύντομο χρονικό διάστημα·3. (пора, период) ἡ ὠρα, ἡ ἐποχή, ὁ καιρός:рабочее \время ἡ ὠρα τῆς δουλειάς· \время посева ἡ ἐποχή τῆς σπορᾶς· в иочно́е \время τίς νυχτερινές ὠρες· в летнее \время τό καλοκαίρι, τό θέρος· \время года ἡ ἐποχή τοῦ Ετους·4. (эпоха) ὁ χρόνος, ὁ καιρός, ἡ ἐποχή:во все \времяена σ· ὀλους τους καιρούς, σ' ὀλες τίς ἐποχές, σ'όλα τά χρόνια· в прежнее \время ἄλλοτε, παλιότερα· не отставать от \времяени δέν μένω πίσω ἀπό τήν ἐποχή·5. грам. ὁ χρόνος:настоящее \время ὁ ἐνεστώς· бу́ду-щее \время ὁ μέλλων прошедшее \время ὁ παρελθών (χρόνος)· ◊ \время не ждет ὁ καιρός ἐπείγει (или βιάζει)· в то \время как... τόν καιρό πού..., τή στιγμή πού..., καθ· δν χρόνον...· от \времяени до \времяени ἀπό καιρό σέ καιρό, κατά καιρούς· тем \времяенем ἐν τῶ μεταξύ, ὡς τόσο· в течение этого \времяени σ· αὐτό τό διάστημα· в последнее \времяτόν τελευταίο καιρό· со \времяенем μέ τόν καιρόν, σύν τῶ χρόνω· \время покажет ὁ καιρός θά (τό) δείξει· как ты провела \время? πῶς πέρασες;, τί ἔκανες;· приятно провести́ \время περνώ (τόν καιρό μου) εὐχάριστα· продлить \время спорт. παρατείνω τήν ὠρα, δίνω παράταση· показать рекордное \время спорт. ἐπιτυγχάνω χρόνο ρεκόρ.
См. также в других словарях:
καλοκαίρι — Mία από τις τέσσερις εποχές του έτους. Στο βόρειο ημισφαίριο το κ. αρχίζει με το θερινό ηλιοστάσιο (21 ή 22 Ιουνίου) και τελειώνει με τη φθινοπωρινή ισημερία (23 Σεπτεμβρίου)· στο νότιο ημισφαίριο αρχίζει στις 22 Δεκεμβρίου και τελειώνει στις 21… … Dictionary of Greek
καλοκαίρι — το θερινή εποχή: Το καλοκαίρι ο καιρός είναι ζεστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλοκαιρεύω — [καλοκαίρι] 1. περνώ κάπου το καλοκαίρι, ξεκαλοκαιριάζω, παραθερίζω 2. απρόσ. καλοκαιρεύει βελτιώνεται ο καιρός, καλοκαιριάζει, αρχίζει το καλοκαίρι … Dictionary of Greek
καλοκαιριάζω — [καλοκαίρι] 1. παραθερίζω, περνώ το καλοκαίρι 2. απρόσ. καλοκαιριάζει αρχίζει το καλοκαίρι, αρχίζουν οι καλές ημέρες, γίνεται καλός καιρός, καλοσυνεύει, καλοκαιρεύει … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… … Dictionary of Greek